-
1 ἡμιόνειος
A of, belonging to a mule, ἄμαξα ἡ. drawn by mules. Od.6.72, Il.24.189; ζυγὸν ἡ. ib. 268; κόπρος ἡμιονείη,= ἡμιονίς, Pamphoap. Philostr.Her.2.19, cf. Suid. s.v.II ἡμιόνειος πόα,=ἡμιόνιον 1
, Dsc.Eup.2.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιόνειος
-
2 ἡμιόνειος
ἡμιόνειος, α, ον, von Mauleseln; ἅμαξα ἡμιονείη, ein von Mauleseln gezogener Wagen, Od. 6, 72 Il. 24, 189; Her. 1, 188; ζυγόν Il. 24, 268; ἡ ἡμιο-νεία, sc. κόπρος, = ἡμιονίς, Suid.
См. также в других словарях:
ημιόνειος — ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη» ἡμιονίς*, κοπριά ημιόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα ειος (πρβλ. κύκν ειος, χελιδόν ειος)] … Dictionary of Greek